- άτεγκτος
- rigid
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ἄτεγκτος — not to be softened by water masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτεγκτος — η, ο (AM ἄτεγκτος, ον) (για πρόσωπα) άκαμπτος, σκληρόκαρδος, αμείλικτος νεοελλ. ανεπηρέαστος αρχ. αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς ἄτεγκτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τεγκτός < τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω, μαλακώνω»] … Dictionary of Greek
άτεγκτος — η, ο επίρρ. α (κυριολ. αυτός που δε μαλακώνει όσο κι αν βραχεί), άσπλαχνος, άκαμπτος, αυστηρός: Παρ όλη τη συγκινητική απολογία του κατηγορουμένου οι δικαστές υπήρξαν άτεγκτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτεγκτότερον — ἄτεγκτος not to be softened by water adverbial comp ἄτεγκτος not to be softened by water masc acc comp sg ἄτεγκτος not to be softened by water neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέγκτω — ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέγκτως — ἄτεγκτος not to be softened by water adverbial ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτεγκτον — ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem acc sg ἄτεγκτος not to be softened by water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέγκτοις — ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέγκτου — ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέγκτους — ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέγκτων — ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)